ανεξουσιοδότητος

ανεξουσιοδότητος
η , ο [ος , ον ]
1) неуполномоченный, 2) сделанный без поручения, без получения полномочий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ανεξουσιοδότητος" в других словарях:

  • ανεξουσιοδότητος — η, ο επίρρ. α ο χωρίς εξουσιοδότηση: Ήταν ανεξουσιοδότητος να εισπράξει τα χρήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανεξουσιοδότητος — η, ο 1. εκείνος που δεν έχει εξουσιοδοτηθεί για κάτι 2. όποιος γίνεται χωρίς να έχει προηγηθεί εξουσιοδότηση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»